- ημιχώνιο
- Θολωτή κατασκευή στο εξωτερικό μέρος μίας κατασκευής, που αποσκοπεί στη στήριξη ενός κατακόρυφου τμήματος μίας πρόσοψης ή γωνίας που προεξέχει. Οι κατασκευές αυτές έχουν μορφή τμήματος θόλου και χρησιμοποιήθηκαν (αρχικά) σε ξύλινα κτίσματα για να εφαρμοστούν κατόπιν (από τον 17o αι.) και στην κατασκευή πύργων ή πυργίσκων που προεξείχαν από την κατακόρυφη επιφάνεια των τειχών.
* * *τοτμήμα θόλου που χρησιμοποιούσαν στο παρελθόν ως υποστήριγμα μιας προεξέχουσας γωνίας κτηρίου.
Dictionary of Greek. 2013.